- Γόρτυς
- Ονομασία δύο αρχαίων ελληνικών πόλεων.
1. Πόλη της Αρκαδίας χτισμένη στις όχθες του ποταμού Γορτυνίου. Αναφέρεται επίσης με την ονομασία Γόρτυνα. Από τα ευρήματα των ανασκαφών, που ξεκίνησαν το 1941 Γάλλοι αρχαιολόγοι, φαίνεται ότι η πόλη ή τουλάχιστον το ιερό του Ασκληπιού που υπήρχε εκεί, άρχισε να παρουσιάζει κίνηση πιστών από τον 7o αι. π.Χ. · μια σειρά από κτίρια έχουν αποκαλυφτεί σε μια λωρίδα γης παράλληλη προς το ποτάμι. Δυτικότερα βρέθηκαν λείψανα κατοικιών.
Στον ναό του Ασκληπιού, που βρίσκεται στα ΝΔ, έξω από την ακρόπολη, σύμφωνα με μαρτυρία του Παυσανία, υπήρχαν τα αγάλματα του Ασκληπιού και της Υγείας, έργα του Σκόπα. Ο ναός είναι περίπτερος δωρικός, εξάστυλος ίσως, και χρονολογήθηκε στα τέλη του 5ου ή στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. Το κτίριο που προηγήθηκε για τη λατρεία του θεού δεν σώζεται· δεν έχει βρεθεί τίποτα έως σήμερα, εκτός από κινητά ευρήματα.
Δίπλα στον ναό αποκαλύφτηκε το Άβατον, μία στοά με διπλή κιονοστοιχία, τυπικό κτίσμα στα ελληνικά Ασκληπιεία. Ένα τρίτο κτίριο τετράγωνο, λουτρό με σύστημα υποκαύστου οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τα λουτρά εκεί ήταν ιαματικά, γεγονός που εξηγεί τη σπουδαιότητα τη λατρείας του Ασκληπιού στη Γ.
Η ακρόπολη της Γ. είναι τειχισμένη με ωραίο καλοχτισμένο περίβολο του 4ου αι. π.Χ. Υπάρχουν καλές πύλες, πύργοι κλπ., στοιχεία της οχυρωματικής του 4ου αι. Το περίεργο είναι ότι μέσα στην ακρόπολη δεν υπάρχει ίχνος από κατοικία ή δημόσιο κτίριο ή ναό. Πιστεύεται γι’ αυτό, ότι εκεί θα κατέφευγαν στρατιωτικές μονάδες σε περίπτωση κινδύνου εχθρικής επίθεσης, για να προστατεύουν τον χώρο.
2. Πόλη της Κρήτης, σημαντικότατο κέντρο στους προϊστορικούς και ιστορικούς χρόνους. Βρισκόταν στην πεδιάδα της Μεσσαράς, στα Ν του Ψηλορείτη, περίπου στη θέση των σημερινών χωριών Μητρόπολη και Άγιοι Δέκα, κοντά στο Λιβυκό πέλαγος. Αριστερά της βρισκόταν ο ποταμός Ληθαίος, ο σημερινός Μητροπολιανός.
Οι ανασκαφές στη Γ. άρχισαν το 1894 από την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή. Από τα ανασκαφικά ευρήματα προκύπτει ότι η Γ. ήταν σημαντική πόλη ήδη από τον 7o αι. π.Χ. Αμφισβητείται όμως αν η πόλη βρισκόταν σε ανάπτυξη κατά τη μινωική εποχή. Είναι όμως βέβαιο ότι βρισκόταν σε ακμή στους ηρωικούς χρόνους, γιατί την ανέφερε ο Όμηρος (Ιλ. Β. 646 και Οδ. Γ. 294) ανάμεσα στις πόλεις της Κρήτης με ιδιαίτερη άνθηση και την ονόμασε τειχιόεσσαν. Η πόλη επίσης αναφέρθηκε με ευνοϊκά σχόλια από τον Πλάτωνα (Νόμοι I, 708) και πολλούς άλλους. Η Γ. διατήρησε την ακμή της έως το 836 μ.Χ. οπότε καταστράφηκε από τους Σαρακηνούς. Η περίοδος όμως της μεγάλης ακμής της συνέπεσε με την ελληνιστική εποχή. Η Γ. τότε ξεπέρασε σε δύναμη και ευημερία τις άλλες πόλεις της Κρήτης και πήρε την ηγεμονία του νησιού κυριαρχώντας σε ολόκληρη την πεδιάδα της Μεσσαράς, έως τη Λεβήνα και αργότερα, τον 2o αι., μετά την καταστροφή της Φαιστού, επεξέτεινε την εξουσία της έως τα Μάταλα. Η πόλη οχυρώθηκε με τείχος στην εποχή του Πτολεμαίου Δ’ και στην περίοδο της ρωμαιοκρατίας έγινε έδρα του Κοινού των Κρητών και ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα της επαρχίας Κρήτης και Κυρήνης. Η εύνοια αυτή των κατακτητών προς τη Γ. οφείλεται στο γεγονός ότι δεν αντιστάθηκε στη ρωμαϊκή κατοχή του νησιού. Στην περίοδο μάλιστα της ρωμαιοκρατίας αποτέλεσε έδρα του Ρωμαίου διοικητή.
Οι ανασκαφές απέδειξαν ότι η Γ. ήταν κατοικημένη από τη νεολιθική εποχή. Στην ακρόπολη της Γ. συγκροτήθηκε περίπου το 1050 π.Χ. ένας συνοικισμός, που διήρκεσε έως τον 7o αι. π.Χ. Αργότερα ο χώρος οχυρώθηκε με τείχος. Στην κορυφή του λόφου ιδρύθηκε τον 7o αι. π.Χ. ένας ναός. Εκεί βρέθηκαν δύο ανάγλυφες πλάκες, από τα πιο αξιοσημείωτα δείγματα πλαστικής της Δαιδαλικής περιόδου και πολλά άλλα πήλινα ειδώλια, πίνακες, μελανόμορφοι και ερυθρόμορφοι, όπως και άφθονα αγγεία, ιδίως το είδος που λέγεται κέρνος. Στη νότια πλευρά της ακρόπολης βρέθηκαν τάφοι της γεωμετρικής εποχής.
Από την κάτω πόλη, γνωρίζουμε σήμερα τη θέση της Αγοράς και το ιερό του Πυθίου Απόλλωνα (σε απόσταση 600 μ. από την αγορά). Στους πρόποδες του Προφήτη Ηλία βρέθηκε ένα ιερό της Δήμητρας. Το Ωδείο κατασκευάστηκε στις αρχές των αυτοκρατορικών χρόνων και η μεγάλη πλατεία στη ζώνη της Αγοράς λίγο αργότερα. Μεταξύ της Αγοράς και του Πυθίου ανακαλύφθηκε συγκρότημα λουτρών (θέρμες), μία τιμητική αψίδα και το ιερό των Αιγυπτίων θεών, με λατρευτικά αγάλματα της Ίσιδας, του Σέραπη και του Ανούβη. Στα νότια του Πυθίου υπάρχουν ίχνη ενός μεγάλου θεάτρου με ορθογώνια σκηνή και πλευρικά κτίσματα και επίσης πλήθος ρωμαϊκά κτίρια, που τα περισσότερα διατηρούνται λίγα εκατοστά πάνω από τη θεμελίωσή τους.
Μέσα στον αρχαιολογικό χώρο της Γ. βρίσκεται επίσης η εκκλησία του Αγίου Τίτου. Χτισμένη με μεγάλες ισόδομες πέτρες, διατηρεί σε όλο της το ύψος μόνο το ιερό βήμα και τα παραβήματα. Η εκκλησία είναι σταυροειδούς τύπου με τρούλο ο οποίος στηρίζεται σε τέσσερις πεσσούς. Το ενδιαφέρον αυτό μνημείο χρονολογείται ανάμεσα στον 6o και 8o αι. μ.Χ.
Σύμφωνα με την παράδοση, κοντά στη Γ. βρισκόταν ο αιώνια καταπράσινος πλάτανος όπου ενώθηκε ο Δίας με την Ευρώπη, με αποτέλεσμα να γεννηθεί ο Ραδάμανθυς. Γιος του τελευταίου ήταν ο Γόρτυς, ο επώνυμος ήρωας της πόλης. Στη Γ. λατρεύονταν ο Δίας Αστέριος, ο Πύθιος Απόλλων, η Αθηνά πολιούχος, η Βριτόμαρτυς, ο Βλεχανός, η Ειλείθυια, ο Ασκληπιός, η Ίσις και ο Σέραπις.
Κώδικας της Γ.Κατά τις ανασκαφές, βρέθηκαν στη Γ. διάφορες επιγραφές, ανάμεσα στις οποίες η σπουδαιότερη είναι η δωδεκαδάκτυλη επιγραφή, η γνωστή ως Κώδικας της Γ. Η επιγραφή αυτή προσφέρει σημαντικές πληροφορίες για τους νόμους της πόλης και γενικά, για το δίκαιο που επικρατούσε. Η επιγραφή, παρά τις ελλείψεις και τα κενά που παρουσιάζει ως κείμενο, αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη συλλογή νόμων της εποχής και τη βασικότερη πηγή νομικών πληροφοριών, που από ιστορική άποψη του δικαίου, ξεπεράστηκε μόνο από την πολύ μεταγενέστερη εκλογή των Ισαύρων. Η ανακάλυψη των επιγραφών πραγματοποιήθηκε τμηματικά μετά από επίμονες ανασκαφές, από τα μέσα περίπου του 19ου αι. Αλλά η ανακάλυψη του βασικού τμήματος του Κώδικα της Γ. έγινε από τον αρχαιολόγο Φ. Χάλμπχερ με τη βοήθεια και τις οδηγίες του Ιταλού αρχαιοδίφη Ντομένικο Κομπαρέλι. Στη συμπλήρωση των επιγραφών βοήθησαν και τα ευρήματα άλλων αρχαιολόγων. Η ανακάλυψη αυτή θεωρήθηκε η μεγαλύτερη της εποχής του. Οι δώδεκα στήλες της επιγραφής της Γ. (630-640 στίχοι συνολικά), είναι το πιο εκτενές, το πιο συνεχές και το πιο καλοδιατηρημένο αρχαιοελληνικό κείμενο. Υπήρξαν πολλές διαφωνίες και συζητήσεις ως προς την ερμηνεία του και την εποχή στην οποία ανήκει. Οι εγκυρότερες απόψεις την τοποθετούν ανάμεσα στον 6o και 5o αι. π.Χ. Η σύγχυση οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι, ενώ υπάρχουν σημεία και σχήματα αρχαϊκά, οι νομικοί θεσμοί φαίνονται εξαιρετικά εξελιγμένοι. Ο Κώδικας δημιούργησε πολλά προβλήματα και ερωτηματικά στους ειδικούς. Ανάμεσα σε αυτά το σπουδαιότερο είναι εάν αποτέλεσε νέο δίκαιο για την εποχή του ή εάν επρόκειτο για καταγραφή και αποτελεσματικότερη χρήση του εθιμικού δικαίου.
Το κείμενο περιέχει βασικά αστικό και ειδικότερα οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο, σε ύφος περιγραφικό και προτρεπτικό, χωρίς προστακτικό και επιβλητικό τόνο. Ενδιαφέρουσες και λεπτομερειακές είναι οι πληροφορίες του ιδιωτικού δικαίου, όπου συναντάμε επαρκή ρύθμιση πολλών θεμάτων όπως αυτά που αφορούν το δίκαιο των προσώπων (νομική κατάσταση ελεύθερων, δούλων κλπ.), της υιοθεσίας, των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, ζητήματα κληρονομικής διαδοχής, αδικημάτων, διαζυγίου και θέματα μετά το διαζύγιο όπως σχέσεις γονέων με παιδιά καθώς και προβλήματα παιδιών που γεννήθηκαν μετά το διαζύγιο, των δωρεών ανάμεσα στους συζύγους, την κατάσταση των επικλήρων, κλπ. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η ρύθμιση των δικαιωμάτων των δούλων, μολονότι δεν είχαν δικαιοπρακτική ικανότητα (δικαίωμα να αποκτούν σε ορισμένο βαθμό ιδιοκτησία). Υπήρχε ακόμη και κάποιος σεβασμός στην προσωπικότητά τους γιατί ορισμένες πράξεις, όπως η σοβαρή προσβολή δούλου ή ο βιασμός δούλης κλπ. δεν έμεναν τελείως ατιμώρητες. Επίσης, η θέση των γυναικών φαίνεται ότι ήταν καλύτερη από αλλού, καθώς τους επιτρεπόταν σε πολλές περιπτώσεις η αυτενέργεια και η αυτοδιάθεση. Η γυναίκα της Γ., για παράδειγμα, εκτός από το ότι μπορούσε να έχει ορισμένη περιουσία, εμφανιζόταν στο δικαστήριο αυτοπροσώπως για να διεκδικήσει τα δίκαιά της, μπορούσε να διαθέσει κατά βούληση ό,τι της ανήκε και –το σπουδαιότερο– κληρονομούσε την πατρική περιουσία, αν και σε μικρότερο ποσοστό από τα αρσενικά αδέλφια της. Στο κληρονομικό δίκαιο γενικά, υπήρχε η διαδοχή των κατιόντων με προτίμηση στα άρρενα τέκνα όπως σε ολόκληρο τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Υπήρχε και εδώ ο θεσμός των επικλήρων του αττικού δικαίου που ονομάζονταν πατροιώκοι, κάτι που χαρακτηρίζει την ενότητα του αρχαίου ελληνικού δικαίου. Ο θεσμός αυτός προέβλεπε ότι, αν δεν υπήρχαν άρρενες στην οικογένεια και πέθαινε ο πατέρας, η κόρη έπρεπε να πάρει ως σύζυγο συγγενή του πατέρα για να συνεχιστεί το γένος με τη γέννηση του αγοριού. Το παιδί αυτό κληρονομούσε τον παππού του, παρακάμπτοντας τη μητέρα του.
Άποψη του ρωμαϊκού ωδείου στην αρχαία Γόρτυνα της Κρήτης. Στον ημικυκλικό σκεπαστό χώρο βρίσκονται εντειχισμένες οι μεγάλες ενεπίγραφες πλάκες, στις οποίες είναι σκαλισμένη η περίφημη επιγραφή της πόλης, γνωστή και ως «βασίλισσα των επιγραφών (φωτ. Ι. Ντεκόπουλου).
Τμήμα των επιγραφών με τη νομοθεσία της αρχαίας Γόρτυνας στην Κρήτη.
Ο ναός του Αγίου Τίτου στη αρχαία Γόρτυνα της Κρήτης, όπως σώζεται σήμερα. Χρονολογείται μεταξύ 6ου και 8ου αι. και θυμίζει ανάλογους ναούς της αρχαίας Συρίας.
Dictionary of Greek. 2013.